- πλινθουλκία
- πλινθουλκ-ία, ἡ,A brickmaking (written [suff] πλινθουλκ-ολκία), PPetr.2p.50 (cf. 3p.139, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθουλκία — και πλινθολκία, ἡ, Α [πλινθουλκός] η κατασκευή πλίνθων, πλiνθοποιία … Dictionary of Greek
πλινθολκία — ἡ, Α βλ. πλινθουλκία … Dictionary of Greek